ἀμπλακίσκω

ἀμπλακίσκω
ἀμπλᾰκίσκω
1 miss, fall short of c. gen.

ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αμπλάκημα — ἀμπλάκημα, το (Α) σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β τού μτγν. ἀμπλακίσκω)] …   Dictionary of Greek

  • αμπλάκιον — ἀμπλάκιον, το (Α) το αμπλάκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β τού μτγν. ἀμπλακίσκω)] …   Dictionary of Greek

  • αμπλακία — ἀμπλακία, η (Α) το ἀμπλάκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β του μτγν. ἀμπλακίσκω)] …   Dictionary of Greek

  • αναμπλάκητος — ἀναμπλάκητος, ον (Α) [ἀμπλακίσκω] 1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”